-
1 τριζω
(pf. со знач. praes. τέτρῑγα; part. pf. pl. τετριγότες - эп. τετριγῶτες)1) чирикать, щебетать2) пищать, визжать(μῦς τρίζων Babr.)
3) стрекотать(ἀκρὴς τρίζει Arst.)
4) скрипеть, трещать, хрустетьτετρίγει νῶτα Hom. — захрустели спины (у борцов);
τ. τοὺς ὁδόντας NT. — скрежетать зубами5) бренчать, звенеть, звучать(τετριγυῖα λύρας χορδά Anth.)
-
2 τρίζω
(αόρ. έτριξα) 1. μετ., αμετ. трещать; хрустеть; скрипеть;τρίζω τα δόντια — скрипеть, скрежетать зубами;
§ του 'τριξα τα δόντια я ему устроил разнос;τρίζουν τα κόκκαλά του στον τάφο — он, наверное, переворачивается в гробу;
2. αμετ. стрекотать (о насекомых) -
3 τρίζω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > τρίζω
-
4 τρίζω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > τρίζω
-
5 τρίζω
скрежетать, скрипеть.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τρίζω
-
6 τρίζω
[трнзо] р. трещать, скрепеть, хрустеть, скрежетать зубами.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τρίζω
-
7 τρίζω
[трнзо] ρ трещать, скрепеть, хрустеть, скрежетать зубами. -
8 τετριγει
-
9 τετριγωτες
-
10 δόντι
τό1) зуб;πρώτα δόντια — молочные зубы;
υστερινά δόντια — зубы мудрости;
εμπροσθινά (πίσω) δόντια — передние (коренные) зубы;
ψεύτικα δόντια — вставные зубы;
τό τρίξιμο των δόντιών — скрежет зубов;
βγάζει (αλλάζει) δόντια το παιδί — у ребёнка прорезаются (меняются) зубы;
βγάζω δόντι — вырывать зуб;
2) тех зуб, зубец;3) зазубрина;§ μιλώ όξω από τα δόντια — высказывать всё напрямик;
σκάζουν τα δόντια του — зубы чешутся;
μέσα απ' τα δόντια — сквозь зубы;
δεν είναι γιά τα δόντια μου (σου κ,λ.π.) — это мне (тебе и т. д.) не по зубам;
τρίζω τα δόντια μου — а) скрежетать зубами; — б) оскаливаться;
τρίζω ( — или δείχνω) τα δόντια — показывать зубы, огрызаться;
έχω γερά δόντια — или κόβει το δόντι μου — иметь крепкие зубы; — уметь за себя постоять;
κρατώ κάποιον με τα δόντια — держаться (зубами) за кого-л.;
η ψυχή μου πηγε στα δόντια μου — душа в пятки ушла;
με την ψυχή στα δόντια — еле жив;
μοβ πονεί το δόντι γι' αυτή — я неравнодушен к ней; — я влюблён в неё;
οπλισμένος ως τα δόντια ( — или μέχρι οδόντων) — вооружённый до зубов;
δεν έχει να ξύσει το δόντι του — у него ветер свистит в карманах
-
11 κατατριζω
-
12 τετριγα
-
13 τριγμος
ὁ [τρίζω] писк, визг Arst. -
14 τρισμος
-
15 υποτριζω
-
16 έτριξα
αόρ. от τρίζω -
17 5149
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 5149
См. также в других словарях:
τρίζω — utter a shrill cry pres subj act 1st sg τρίζω utter a shrill cry pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίζω — τρίζω, έτριξα βλ. πίν. 23 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τρίζω — ΝΜΑ παράγω τριγμό, δηλαδή λεπτό, ξηρό και κραδαινόμενο ήχο, όπως ο ήχος τού πριονιζόμενου ξύλου (α. «τρίζει η πόρτα» β. «ταῡροι ἅμαξαν... εἷλκον, ἡ δ ἐτετρίγει», Βάβρ.) νεοελλ. 1. φρ. α) «τρίζω τα δόντια σε κάποιον» μιλώ σε κάποιον αυστηρά και… … Dictionary of Greek
τρίζω — έτριξα, παράγω τριγμό (βλ. λ.), βγάζω λεπτό ήχο, ξερό και με κραδασμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρίζον — τρίζω utter a shrill cry pres part act masc voc sg τρίζω utter a shrill cry pres part act neut nom/voc/acc sg τρίζω utter a shrill cry imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) τρίζω utter a shrill cry imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετριγῶτα — τρίζω utter a shrill cry perf part act neut nom/voc/acc pl τρίζω utter a shrill cry perf part act masc acc sg τρίζω utter a shrill cry perf part act neut nom pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίζετε — τρίζω utter a shrill cry pres imperat act 2nd pl τρίζω utter a shrill cry pres ind act 2nd pl τρίζω utter a shrill cry imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίζῃ — τρίζω utter a shrill cry pres subj mp 2nd sg τρίζω utter a shrill cry pres ind mp 2nd sg τρίζω utter a shrill cry pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίξουσι — τρίζω utter a shrill cry aor subj act 3rd pl (epic doric) τρίζω utter a shrill cry fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) τρίζω utter a shrill cry fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίσαι — τρίζω utter a shrill cry aor imperat mid 2nd sg τρίζω utter a shrill cry aor inf act τρίσαῑ , τρίζω utter a shrill cry aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίσουσι — τρίζω utter a shrill cry aor subj act 3rd pl (epic) τρίζω utter a shrill cry fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) τρίζω utter a shrill cry fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)